Οπου κι αν σταθώ, όπου και αν βρεθώ, συνέχεια ακούω τα ίδια και τα ίδια. Και οι
κουβέντες και τα λόγια έχουν καταντήσει κοινότυπα, φτηνές επαναλήψεις άτοπων και
επαναλαμβανόμενων σχολίων. Σαν τον βώμβο ενός εντόμου, που πλέον δεν σου κάνει
αίσθηση γιατί ακούγεται.
Εχω φθάσει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος (όρος καταχρηστικός για να χαρακτηρίσω τις ομάδες των ανθρώπων –θα το αναλύσω μια άλλη φορά γιατί) αρκείται στο να λέει απλά κάτι, για να δικαιολογήσει την απάθειά του και την φυσική και πνευματική απουσία του από τα πράγματα καθώς και την αποχή του από τα γεγονότα. Σαν δικαιολογία! Φτηνή μεν, δικαιολογία δε.
Χρειάζεται ένα άλλοθι για να μην τεθεί προ των ευθυνών του όταν και όποτε χρειασθεί. Δηλαδή Τώρα!
Δυσκολεύθηκα να καταλήξω σε αυτό το συμπέρασμα, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση και ο πιο άφρων νους να μην κατανοεί το βάθος και την κρισιμότητα της κατάστασης καθώς και το ειδικό βάρος ενός στοχευμένου συνολικά αγώνα Αντίστασης στην προσπάθεια επικυριαρχίας και κατάκτησης αυτού του τόπου που ως τώρα όλοι μας χαρακτηρίζαμε και προσδιορίζαμε ως ΧΩΡΑ μας.
Εψαξα παντού. Σε βιβλία, σε συνεντεύξεις, σε εγχειρίδια, σε συζητήσεις, στην ίδια την πόλη – στους δρόμους – στα αυτοκίνητα – στα κτίρια.
Και ξαφνικά κατάλαβα.
Σαν τον Μωυσή μπροστά από την καιόμενη βάτο, που άκουσε τη φωνή του Κυρίου του, έτσι μου αποκαλύφηκε και εμένα η αλήθεια. Γιατί μόνο αυτό μου δείνει την απάντηση. Οχι ότι δεν υπήρχε. Εκεί ήταν μπροστά μου πάντα. Ολες οι απαντήσεις είναι μπροστά μας, το θέμα έγκειται σε εμάς. Στο κατά πόσο εμείς είμαστε πρόθυμοι και έτοιμοι να τις δούμε και ικανοί να τις αναγνωρίσουμε.
Παρατήρησα λοιπόν την πόλη μου και τους πολίτες της. Αναρρωτήθηκα έτσι απλά, τί είναι πόλη. Αλήθεια τί σημαίνει πόλη; Από που προέρχεται και τί σκοπό εξυπηρετεί;
Πόλη δεν είναι μόνο ένας προσδιορισμένος χώρος με δρόμους και κτίσματα στα οποία κινείται και μένει ο άνθρωπος. Συνδέεται άμεσα με τη λέξη «Πολιτεία» που χαρακτηρίζει τον λαό που κατοικεί στην προσδιορισμένη γεωγραφικήεπιφάνεια (της Πόλης) αλλά Οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο και ικανός να ασκεί πολιτική εξουσία.
Εξ ου και ο πολίτης. Δηλαδή ο κατέχων την γνώση της πόλης – πολιτείας.
Κατά το τεχνίτης: Ο κατέχων την γνώση της τέχνης. Κατά το αφηγητής: Ο κατέχων την γνώση και τέχνη της αφήγησης. Ο κατασκευαστής, ο χτίστης, ο διαχειριστής, κ.ο.κ.
Σύμφωνα δε με τον Αριστοτέλη, σε κάθε πολιτεία υπάρχουν τρεις εξουσίες, οι οποίες είναι ανεξάρτητες : α) «το βουλευμόμενον» (η νομοθετική) β) «το δικάζον» και γ) «το περί τάς αρχάς» (η εκτελεστική). Οι τρεις αυτές εξουσίες εξακολουθούν και σήμερα να είναι οι θεμελιώδεις εξουσίες του Συντάγματος.
Η πόλη- πολιτεία λοιπόν, είναι μια μικρογραφία χώρας που σκοπός της είναι η πραγματοποίηση της κοινωνικής συμβίωσης και η προαγωγή της υλικής (βιοτικό επίπεδο) και πνευματικής στάθμης του λαού (των κατοίκων της). Εκείνοι δε οι πολίτες, που αναλαμβάνουν το έργο αυτό, δηλαδή την δημιουργία ενός συστήματος κατά το οποίο σχηματίζεται, οργανώνεται και εφαρμόζεται η διαδικασία επίτευξης του σκοπού (ευημερία και συμβίωση πολιτών) χαρακτηρίζονται ως αρχή του τόπου – της πόλης. Απαρτίζουν δηλαδή το τοπικό κράτος και ασκούν εξουσία.
Βασική δε, επιδίωξη της εξουσίας και προτεύων στόχος είναι η βελτίωση των όρων ζωής του λαού και όχι των μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων.
Οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια (εφόσον υπάρχουν), τα κτίρια, (και δεν μιλώ για τετραγωνα – κυβοειδή εκτρώματα που χαρακτηρίζονται σπίτια ή οικείες), οι αυλές, τα πάρκα, οι παιδικές χαρές, οι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για την διευκόλυνση και πρόσβαση ανθρώπων με κινητικά προβλήματα και αναπηρίες, οι φανοστάτες, οι διαβάσεις, οι κάδοι απορρημάτων, τα δίκτυα ύδρευσης – αποχέτευσης, τα οδικά δίκτυα, οι υπηρεσίες κλπ, όλα αυτά χαρακτηρίζουν έναν τόπο που μπορεί δικαιολογημένα να ονομασθεί Πόλη και να διασφαλίσει την ικανοποιητική αισθητικά και λειτουργικά διαβίωση των κατοίκων τους.
Βέβαια, δεν χρειάζεται να διευκρινήσω ότι η παραπάνω πόλη ανήκει μάλλον στη σφαίρα της φαντασίας μου και σε καμμια περίπτωση δεν ταιριάζει με την πόλη που ζω εγώ αλλά και καθένας από εμάς τους επονομαζόμενους Πολίτες της Ελληνικής Επικράτειας.
Αποδεχθήκαμε όλοι εμείς οι επονομαζόμενοι πολίτες να ζούμε σε ακαλαίσθητα κτίσματα στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και να κινούμαστε σε κακοσχηματισμένα χαντάκια γεμάτα λακκούβες που τα ονομάσαμε δρόμους. Η έλλειψη δε, αισθητικής μας, έφθασε σε τέτοιο σημείο που αυθαίρετα και σε μια διάθεση να κρύψουμε την αλήθεια κάτω από το χαλί, τα χαντάκια αυτά αφούτα καλύψαμε με υποτυπώδες επιχρισμα πισσας τα χαρακτηρίσαμε «Άσφαλτο». (Ασφαλτος = αυτός που δεν έχει σφάλμα). Και μείναμε έτσι ικανοποιημένοι όλοι.
Αποδεχθήκαμε τη φαντασίωση του ιδανικού ζώντας μια εικονική πραγματικότητα ελευθερίας - μία παρωδία Δημοκρατίας. Και δεν μας ενόχλησε καθόλου. Γιατί τα αισθητήριά μας δεν ήταν εκπαιδευμένα ώστε να καταλάβουν τη διαφορά, να κατανοήσουν τα γεγονότα, να δουν την αλήθεια.
Τα ψηλά άμορφα κτίρια κρύψαν τον ήλιο (το φως). Οι προκλητικά φτιασιδωμένες οικίες των νεόπλουτων αντικατέστησαν τα δέντρα στα καμμένα πλέον δάση. Η λαϊκή μουσική έδωσε τη θέση της σε βλαχομπαρόκ κακοφορμισμένους ήχους που μάθαμε να τους αποδεχόμαστε ως μουσική.
Το αποδεικνύουν τα γεγονότα. Θύματα όλοι του αισχήστου βιασμού, αυτού της ίδιας της ύπαρξης, της ζωής μας και δεν ακούγεται κιχ. Αχνα δεν βγάζει κανένας. Μόνο παράποντα και γκρίνιες. Σαν το νήπιο που το τιμωρούν και αφού κλάψει για λίγο, πάει και τρίβεται στον τιμωρό του, ζητώντας επιδοκιμασία και τη συγχώρεσή του. Αναλαμβάνοντας έτσι την ευθύνη του ως φταίχτης και υπαίτιος. Κι αν ακουσθεί κάπου μια φωνή αντίστασης, θα αμφισβητηθεί ίσως και να υποτιμηθει ίσως ακόμα ακόμα και να χλευασθεί.
Σε κανέναν που σκέφτεται έτσι, που φέρεται έτσι, που ενεργεί έτσι, δεν του αρμόζει να ζει σε πόλη – δεν του ταιριάζει ο όρος πολίτης. Γιατί προσβάλει την ίδια τη γλώσσα, την ίδια την γενιά και την καταγωγή του.
Και αν τελικά ακόμα δεν βρίσκω την απάντηση, σε τούτο δω παρηγοριέμαι. Πως οι πραγματικοί κληρονόμοι της γενιάς των Ελλήνων θα βγουν μέσα από τον λαό, να διεκδικήσουν την γη τους, την πόλη τους, το πολίτευμά τους και εν τέλει τη ζωή τους.
για το vmedia
Αθηνά Γρούντα
Εχω φθάσει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος (όρος καταχρηστικός για να χαρακτηρίσω τις ομάδες των ανθρώπων –θα το αναλύσω μια άλλη φορά γιατί) αρκείται στο να λέει απλά κάτι, για να δικαιολογήσει την απάθειά του και την φυσική και πνευματική απουσία του από τα πράγματα καθώς και την αποχή του από τα γεγονότα. Σαν δικαιολογία! Φτηνή μεν, δικαιολογία δε.
Χρειάζεται ένα άλλοθι για να μην τεθεί προ των ευθυνών του όταν και όποτε χρειασθεί. Δηλαδή Τώρα!
Δυσκολεύθηκα να καταλήξω σε αυτό το συμπέρασμα, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση και ο πιο άφρων νους να μην κατανοεί το βάθος και την κρισιμότητα της κατάστασης καθώς και το ειδικό βάρος ενός στοχευμένου συνολικά αγώνα Αντίστασης στην προσπάθεια επικυριαρχίας και κατάκτησης αυτού του τόπου που ως τώρα όλοι μας χαρακτηρίζαμε και προσδιορίζαμε ως ΧΩΡΑ μας.
Εψαξα παντού. Σε βιβλία, σε συνεντεύξεις, σε εγχειρίδια, σε συζητήσεις, στην ίδια την πόλη – στους δρόμους – στα αυτοκίνητα – στα κτίρια.
Και ξαφνικά κατάλαβα.
Σαν τον Μωυσή μπροστά από την καιόμενη βάτο, που άκουσε τη φωνή του Κυρίου του, έτσι μου αποκαλύφηκε και εμένα η αλήθεια. Γιατί μόνο αυτό μου δείνει την απάντηση. Οχι ότι δεν υπήρχε. Εκεί ήταν μπροστά μου πάντα. Ολες οι απαντήσεις είναι μπροστά μας, το θέμα έγκειται σε εμάς. Στο κατά πόσο εμείς είμαστε πρόθυμοι και έτοιμοι να τις δούμε και ικανοί να τις αναγνωρίσουμε.
Παρατήρησα λοιπόν την πόλη μου και τους πολίτες της. Αναρρωτήθηκα έτσι απλά, τί είναι πόλη. Αλήθεια τί σημαίνει πόλη; Από που προέρχεται και τί σκοπό εξυπηρετεί;
Πόλη δεν είναι μόνο ένας προσδιορισμένος χώρος με δρόμους και κτίσματα στα οποία κινείται και μένει ο άνθρωπος. Συνδέεται άμεσα με τη λέξη «Πολιτεία» που χαρακτηρίζει τον λαό που κατοικεί στην προσδιορισμένη γεωγραφικήεπιφάνεια (της Πόλης) αλλά Οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο και ικανός να ασκεί πολιτική εξουσία.
Εξ ου και ο πολίτης. Δηλαδή ο κατέχων την γνώση της πόλης – πολιτείας.
Κατά το τεχνίτης: Ο κατέχων την γνώση της τέχνης. Κατά το αφηγητής: Ο κατέχων την γνώση και τέχνη της αφήγησης. Ο κατασκευαστής, ο χτίστης, ο διαχειριστής, κ.ο.κ.
Σύμφωνα δε με τον Αριστοτέλη, σε κάθε πολιτεία υπάρχουν τρεις εξουσίες, οι οποίες είναι ανεξάρτητες : α) «το βουλευμόμενον» (η νομοθετική) β) «το δικάζον» και γ) «το περί τάς αρχάς» (η εκτελεστική). Οι τρεις αυτές εξουσίες εξακολουθούν και σήμερα να είναι οι θεμελιώδεις εξουσίες του Συντάγματος.
Η πόλη- πολιτεία λοιπόν, είναι μια μικρογραφία χώρας που σκοπός της είναι η πραγματοποίηση της κοινωνικής συμβίωσης και η προαγωγή της υλικής (βιοτικό επίπεδο) και πνευματικής στάθμης του λαού (των κατοίκων της). Εκείνοι δε οι πολίτες, που αναλαμβάνουν το έργο αυτό, δηλαδή την δημιουργία ενός συστήματος κατά το οποίο σχηματίζεται, οργανώνεται και εφαρμόζεται η διαδικασία επίτευξης του σκοπού (ευημερία και συμβίωση πολιτών) χαρακτηρίζονται ως αρχή του τόπου – της πόλης. Απαρτίζουν δηλαδή το τοπικό κράτος και ασκούν εξουσία.
Βασική δε, επιδίωξη της εξουσίας και προτεύων στόχος είναι η βελτίωση των όρων ζωής του λαού και όχι των μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων.
Οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια (εφόσον υπάρχουν), τα κτίρια, (και δεν μιλώ για τετραγωνα – κυβοειδή εκτρώματα που χαρακτηρίζονται σπίτια ή οικείες), οι αυλές, τα πάρκα, οι παιδικές χαρές, οι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για την διευκόλυνση και πρόσβαση ανθρώπων με κινητικά προβλήματα και αναπηρίες, οι φανοστάτες, οι διαβάσεις, οι κάδοι απορρημάτων, τα δίκτυα ύδρευσης – αποχέτευσης, τα οδικά δίκτυα, οι υπηρεσίες κλπ, όλα αυτά χαρακτηρίζουν έναν τόπο που μπορεί δικαιολογημένα να ονομασθεί Πόλη και να διασφαλίσει την ικανοποιητική αισθητικά και λειτουργικά διαβίωση των κατοίκων τους.
Βέβαια, δεν χρειάζεται να διευκρινήσω ότι η παραπάνω πόλη ανήκει μάλλον στη σφαίρα της φαντασίας μου και σε καμμια περίπτωση δεν ταιριάζει με την πόλη που ζω εγώ αλλά και καθένας από εμάς τους επονομαζόμενους Πολίτες της Ελληνικής Επικράτειας.
Αποδεχθήκαμε όλοι εμείς οι επονομαζόμενοι πολίτες να ζούμε σε ακαλαίσθητα κτίσματα στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και να κινούμαστε σε κακοσχηματισμένα χαντάκια γεμάτα λακκούβες που τα ονομάσαμε δρόμους. Η έλλειψη δε, αισθητικής μας, έφθασε σε τέτοιο σημείο που αυθαίρετα και σε μια διάθεση να κρύψουμε την αλήθεια κάτω από το χαλί, τα χαντάκια αυτά αφούτα καλύψαμε με υποτυπώδες επιχρισμα πισσας τα χαρακτηρίσαμε «Άσφαλτο». (Ασφαλτος = αυτός που δεν έχει σφάλμα). Και μείναμε έτσι ικανοποιημένοι όλοι.
Αποδεχθήκαμε τη φαντασίωση του ιδανικού ζώντας μια εικονική πραγματικότητα ελευθερίας - μία παρωδία Δημοκρατίας. Και δεν μας ενόχλησε καθόλου. Γιατί τα αισθητήριά μας δεν ήταν εκπαιδευμένα ώστε να καταλάβουν τη διαφορά, να κατανοήσουν τα γεγονότα, να δουν την αλήθεια.
Τα ψηλά άμορφα κτίρια κρύψαν τον ήλιο (το φως). Οι προκλητικά φτιασιδωμένες οικίες των νεόπλουτων αντικατέστησαν τα δέντρα στα καμμένα πλέον δάση. Η λαϊκή μουσική έδωσε τη θέση της σε βλαχομπαρόκ κακοφορμισμένους ήχους που μάθαμε να τους αποδεχόμαστε ως μουσική.
Οι
κυβερνήσεις της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας με δημοκρατικά προσχήματα και
εξαγορασμένες συνειδήσεις του ρουσφετιού και του βολέματος, έγινε το πολίτευμα
που αποδεχθήκαμε.
Σιγά σιγά η αισθητική μας αμβλύνθηκε τόσο πολύ και γίναμε αναίσθητοι. (χωρίς αίσθηση, χωρίς αίσθημα) και με τον καιρό αδιάφοροι – απαίδευτοι – ανεύθυνοι – αδρανείς – απρόθυμοι.
Με μειωμένες αντιστάσεις μας βρήκε ο «εχθρός» που τον ονόμασαν κρίση. Βλέπαμε χωρίς να βλέπουμε και ακούγαμε χωρίς να ακούμε. Πράτταμε χωρίς να πράττουμε και λέγαμε χωρίς να λέμε. Και μήπως αυτό δεν κάνουμε ακόμα;
Σιγά σιγά η αισθητική μας αμβλύνθηκε τόσο πολύ και γίναμε αναίσθητοι. (χωρίς αίσθηση, χωρίς αίσθημα) και με τον καιρό αδιάφοροι – απαίδευτοι – ανεύθυνοι – αδρανείς – απρόθυμοι.
Με μειωμένες αντιστάσεις μας βρήκε ο «εχθρός» που τον ονόμασαν κρίση. Βλέπαμε χωρίς να βλέπουμε και ακούγαμε χωρίς να ακούμε. Πράτταμε χωρίς να πράττουμε και λέγαμε χωρίς να λέμε. Και μήπως αυτό δεν κάνουμε ακόμα;
Το αποδεικνύουν τα γεγονότα. Θύματα όλοι του αισχήστου βιασμού, αυτού της ίδιας της ύπαρξης, της ζωής μας και δεν ακούγεται κιχ. Αχνα δεν βγάζει κανένας. Μόνο παράποντα και γκρίνιες. Σαν το νήπιο που το τιμωρούν και αφού κλάψει για λίγο, πάει και τρίβεται στον τιμωρό του, ζητώντας επιδοκιμασία και τη συγχώρεσή του. Αναλαμβάνοντας έτσι την ευθύνη του ως φταίχτης και υπαίτιος. Κι αν ακουσθεί κάπου μια φωνή αντίστασης, θα αμφισβητηθεί ίσως και να υποτιμηθει ίσως ακόμα ακόμα και να χλευασθεί.
Σε κανέναν που σκέφτεται έτσι, που φέρεται έτσι, που ενεργεί έτσι, δεν του αρμόζει να ζει σε πόλη – δεν του ταιριάζει ο όρος πολίτης. Γιατί προσβάλει την ίδια τη γλώσσα, την ίδια την γενιά και την καταγωγή του.
Και αν τελικά ακόμα δεν βρίσκω την απάντηση, σε τούτο δω παρηγοριέμαι. Πως οι πραγματικοί κληρονόμοι της γενιάς των Ελλήνων θα βγουν μέσα από τον λαό, να διεκδικήσουν την γη τους, την πόλη τους, το πολίτευμά τους και εν τέλει τη ζωή τους.
για το vmedia
Αθηνά Γρούντα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου