Την Κυριακή
21 Ιουλίου 1974, μεταγωγικά αεροπλάνα τύπου NOR-ATLAS φορτώθηκαν στη βάση της
Σούδας με την Α’ Μοίρα Καταδρομέων (360 άνδρες και τον οπλισμό τους) με εντολή
να προστρέξουν σε βοήθεια των Κυπρίων που δεχόταν από την προηγούμενη μέρα την
επίθεση του Αττίλα.
Στις 22.30 απογειώθηκε το πρώτο αεροπλάνο με τον κωδικό “ΝΙΚΗ 1” και ακολούθησαν τα άλλα 14, απογειώνονταν ένα αεροπλάνο ανά 5λεπτο, λόγω του κινδύνου σύγκρουσης διότι η πτήση γινόταν με σβηστά τα φώτα, χωρίς την υποστήριξη επίγειων σταθμών και σιγή ασυρμάτου.
Το τελευταίο αεροπλάνο “ΝΙΚΗ 15” απογειώθηκε στις 00.23 ξημερώματα της Δευτέρας 22 Ιουλίου με κυβερνήτη τον Ευάγγελο Πετρουλάκη παραβιάζοντας την απαγόρευση πτήσεων που ήταν τα μεσάνυκτα (ώρα 00.00) λόγω του κινδύνου να βρεθούν στη φλεγόμενη περιοχή μετά τη 04.00 πρωινή, ώρα που θα είχε αρχίσει τις επιθέσεις της η Τουρκική αεροπορία.
Δεν υπήρχε υποστήριξη από μαχητικά αεροπλάνα.
Από τα 15 αεροπλάνα που απογειώθηκαν, το “ΝΙΚΗ 4” εβλήθη από φίλια ή εχθρικά πυρά και συνετρίβη παρασύροντας στο θάνατο 32 καταδρομείς και το 4μελές πλήρωμα.
Δύο ακόμα αεροπλάνα κατάφεραν να προσγειωθούν με απώλειες και χωρίς την δυνατότητα να επιστρέψουν. Τα αεροπλάνα καταστράφηκαν και θάφτηκαν το ίδιο βράδυ για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού και γίνουν εικόνες προπαγάνδας στον κόσμο.
Το αεροπλάνο “ΝΙΚΗ 13” και “ΝΙΚΗ 14” επέστρεψαν χωρίς να προσγειωθούν διότι οι κυβερνήτες τους έκριναν ότι ευρίσκοντο στην κρίσιμη ώρα 04.00 το πρωί. Το “ΝΙΚΗ 15” προσγειώθηκε.
Με το μεταγωγικό NOR-ATLAS “ΝΙΚΗ 7” ταξίδεψε και προσγειώθηκε ο καταδρομέας Μανόλης Μπικάκης από τον Αμύγδαλο, οικισμό των Παρανύμφων στα Αστερούσια, γεννημένος το 1954, 20 χρονών παλικάρι. Ο Μανόλης Μπικάκης είναι ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ στις σελίδες του βιβλίου του Ιωάννη Δ. Κακολύρη, ιπτάμενου στην Πολεμική Αεροπορία και Ολυμπιακή Αεροπορία, “Οι πολεμιστές του ουρανού” -εκδόσεις Ελληνικά γράμματα Γ’ έκδοση.
Παρακολουθείστε την άγνωστη ιστορία του ήρωα, όπως ακριβώς περιγράφεται στις σελίδες του βιβλίου. Ο Μανόλης Μπικάκης κατέστρεψε 6 τουρκικά άρματα μάχης με το ΠΑΟ του. Ο Μανόλης Μπικάκης επροτάθη απο τον Διοικητή της μονάδας του για το Χρυσό Αριστείον Ανδρείας. Ο Μανόλης Μπικάκης σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα, χωρίς ποτέ η Πατρίδα να του αποδώσει την Ύψιστη τιμή.
Στις 22.30 απογειώθηκε το πρώτο αεροπλάνο με τον κωδικό “ΝΙΚΗ 1” και ακολούθησαν τα άλλα 14, απογειώνονταν ένα αεροπλάνο ανά 5λεπτο, λόγω του κινδύνου σύγκρουσης διότι η πτήση γινόταν με σβηστά τα φώτα, χωρίς την υποστήριξη επίγειων σταθμών και σιγή ασυρμάτου.
Το τελευταίο αεροπλάνο “ΝΙΚΗ 15” απογειώθηκε στις 00.23 ξημερώματα της Δευτέρας 22 Ιουλίου με κυβερνήτη τον Ευάγγελο Πετρουλάκη παραβιάζοντας την απαγόρευση πτήσεων που ήταν τα μεσάνυκτα (ώρα 00.00) λόγω του κινδύνου να βρεθούν στη φλεγόμενη περιοχή μετά τη 04.00 πρωινή, ώρα που θα είχε αρχίσει τις επιθέσεις της η Τουρκική αεροπορία.
Δεν υπήρχε υποστήριξη από μαχητικά αεροπλάνα.
Από τα 15 αεροπλάνα που απογειώθηκαν, το “ΝΙΚΗ 4” εβλήθη από φίλια ή εχθρικά πυρά και συνετρίβη παρασύροντας στο θάνατο 32 καταδρομείς και το 4μελές πλήρωμα.
Δύο ακόμα αεροπλάνα κατάφεραν να προσγειωθούν με απώλειες και χωρίς την δυνατότητα να επιστρέψουν. Τα αεροπλάνα καταστράφηκαν και θάφτηκαν το ίδιο βράδυ για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού και γίνουν εικόνες προπαγάνδας στον κόσμο.
Το αεροπλάνο “ΝΙΚΗ 13” και “ΝΙΚΗ 14” επέστρεψαν χωρίς να προσγειωθούν διότι οι κυβερνήτες τους έκριναν ότι ευρίσκοντο στην κρίσιμη ώρα 04.00 το πρωί. Το “ΝΙΚΗ 15” προσγειώθηκε.
Με το μεταγωγικό NOR-ATLAS “ΝΙΚΗ 7” ταξίδεψε και προσγειώθηκε ο καταδρομέας Μανόλης Μπικάκης από τον Αμύγδαλο, οικισμό των Παρανύμφων στα Αστερούσια, γεννημένος το 1954, 20 χρονών παλικάρι. Ο Μανόλης Μπικάκης είναι ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ στις σελίδες του βιβλίου του Ιωάννη Δ. Κακολύρη, ιπτάμενου στην Πολεμική Αεροπορία και Ολυμπιακή Αεροπορία, “Οι πολεμιστές του ουρανού” -εκδόσεις Ελληνικά γράμματα Γ’ έκδοση.
Παρακολουθείστε την άγνωστη ιστορία του ήρωα, όπως ακριβώς περιγράφεται στις σελίδες του βιβλίου. Ο Μανόλης Μπικάκης κατέστρεψε 6 τουρκικά άρματα μάχης με το ΠΑΟ του. Ο Μανόλης Μπικάκης επροτάθη απο τον Διοικητή της μονάδας του για το Χρυσό Αριστείον Ανδρείας. Ο Μανόλης Μπικάκης σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα, χωρίς ποτέ η Πατρίδα να του αποδώσει την Ύψιστη τιμή.
Η Α’ Μοίρα
των Ελλήνων καταδρομέων αποτελούσε πλέον μέρος των μητροπολιτικών δυνάμεων που
πολεμούσαν τους Τούρκους εισβολείς στην δεύτερη φάση του πολέμου (που ονομάστηκε
ΑΤΤΙΛΑΣ 2) σαν 35η Μοίρα ΛΟΚ.
Το χάραμα της 14ης Αυγούστου δυο ομάδες της Μοίρας διατάχθηκαν να μετακινηθούν προς τον οδικό άξονα που συνέδεε τη Λευκωσία με τη Λεμεσό και να καλύψουν την περιοχή με τα αντιαρματικά ΠΑΟ των 90 χιλιοστών. Η κάθε ομάδα είχε τρία από αυτά τα ΠΑΟ και δυο οπλοπολυβόλα, που βέβαια δεν αποτελούσαν ισχυρή άμυνα για την τουρκική προέλαση αλλά ήταν κάτι καλύτερο από το τίποτα.
Λίγο έξω από τη Λευκωσία οι ομάδες χωρίστηκαν και ανέλαβαν να επιτηρούν δυο διαφορετικά σημεία του δρόμου και των λόφων που δέσποζαν στην περιοχή. Η ομάδα του ανθυπολοχαγού Κοεμτζόγλου αναπτύχθηκε στην περιοχή της σχολής Γρηγορίου τη στιγμή που η ανταλλαγή πυρών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών δυνάμεων είχε ενταθεί. Αμέσως ο ανθυπολοχαγός εγκατέστησε τον ασύρματο της ομάδας του κοντά στο κτίριο που στεγαζόταν η αντιπροσωπεία αυτοκίνητων FORD και διέταξε τους άντρες του να λάβουν θέσεις μάχης.
Η περιοχή βομβαρδιζόταν από τους Τούρκους με πυροβολικό και όλμους των 4,2 χιλιοστών όταν οι καταδρομείς άρχισαν να καταλαμβάνουν τις θέσεις τους. Ενα βλήμα έσκασε στο σημείο του ασύρματου τραυματίζοντας τον καταδρομέα Φωτιάδη, έναν αξιωματικό της ΕΛ.Δ.Υ.Κ και δύο πολίτες που είχαν κάποια δημοσιογραφική ιδιότητα και είχαν πλησιάσει στους Ελληνες μαχητές για να δουν από κοντά τη δράση τους. Ο ασύρματος της ομάδας καταστράφηκε και η ομάδα έμεινε δίχως τη δυνατότητα επικοινωνίας με το λόχο και τη Μοίρα της.
Ο καταδρομέας Μπικάκης και ο συνάδελφος και συμπατριώτης του Μπιχινάκης αποτελούσαν το δίδυμο του ΠΑΟ που τους είχαν αναθέσει την επιτήρηση του ανώνυμου λόφου, αριστερά της FORD, που χάρη των επιχειρήσεων του έδωσαν το όνομα ΛΟΦΟΣ Β και έτρεχαν προς τα εκεί όταν έσκασε ο όλμος που κατέστρεψε τον ασύρματο.
Τα βλήματα των όλμων και των πυροβόλων αλλά και οι ριπές των πολυβόλων που όργωναν την περιοχή δεν τους άφησαν κανένα περιθώριο για διαφορετική δράση, πλην της διαταγής που είχαν να οχυρωθούν στο συγκεκριμένο σημείο του λόφου Β’.
Εφτιαξαν ένα πρόχειρο όρυγμα με πέτρες και ο Μπιχινάκης ανέλαβε να κουβαλήσει τα κιβώτια με τα βλήματα (κεφαλές Μ-371-Ε1) που δεν ήταν περισσότερα από οχτώ. Δηλαδή το ΠΑΟ τους θα μπορούσε να πυροβολήσει μόνο οχτώ φορές και αν προλάβαινε. Τα τοποθετούσε στην εσοχή ενός βράχου, για προστατευτικούς λόγους, ενώ ο πυροβολητής παρατηρούσε το γύρω χώρο που δεν τον ικανοποιούσε, αφού το πεδίο βολής του ήταν περιορισμένο.
Προχώρησε λίγο παρακάτω, από τη θέση που του είχαν υποδείξει, για να διαπιστώσει ότι στη νέα θέση είχε καλύτερη οπτική επαφή με το γύρω χώρο και αν χρειαζόταν θα είχε καλύτερα τα αποτελέσματα στις βολές του.
Ο Μπικάκης έμεινε με την εντύπωση ότι ο συνάδελφός του Μπιχινάκης τον είχε δει που μετακινήθηκε και άρχισε να οργανώνεται στη νεά του θέση που αν μη τι άλλο του έδινε σαφώς μεγαλύτερα πλεονεκτήματα.
Οι ριπές των εχθρικών πολυβόλων είχαν γίνει εντονότερες και χρειάστηκε να καλυφθεί για να προστατέψει τόσο τον εαυτό του όσο και το πολύτιμο φορητό πολυβόλο του.
Ο Μπιχινάκης μόλις τελείωσε με τη μεταφορά των βλημάτων άρχισε να ψάχνει για το συνάδελφό του. Τον φώναξε δίχως να πάρει απάντηση. Μπουσουλώντας για να προστατευεί από τις ριπές των πολυβόλων των έψαξε δεξιά και αριστερά αλλά ούτε ίχνος από αυτόν. Ηταν τόσο πολύ απορροφημένος με τη μεταφορά των πυρομαχικών που δεν είχε δει αν ο συνάδελφός του είχε σκοτωθεί και πού είχε πέσει. Συνέχισε να ψάχνει για το πτώμα του Μπικάκη αλλά τίποτα. Γύρω του γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις εκρήξεις των βλημάτων.
... “Ρε Μπικάκη. Πού είσαι διάολε να σε πάρει”. Ξαπλωμένος ανάσκελα έκανε τα χέρια του χωνί και τον φώναζε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του.
Αλλά και πάλι τίποτα. “Χάθηκε μωρέ το κοπέλι”, σκέφτηκε με πόνο. “Και εγώ είμαι εντελώς μόνος και σχεδόν άοπλος”.
Σκέφτηκε ότι η μοναδική λύση που είχε ήταν να γυρίσει πίσω και να αναφέρει στον αξιωματικό του την απώλεια του Μπικάκη και να του ζητήσει άλλη μάχιμη θέση, και αυτό έκανε.
Ο καταδρομέας Μπικάκης όμως ζούσε. Aπό τη νέα του θέση παρατηρούσε με τη διόπτρα του ΠΑΟ τους απόμακρους εχθρικούς στόχους και είχε ξεχαστεί τόσο, που δεν κατάλαβε ούτε πώς πέρασε η ώρα ούτε ότι είχε αποκοπεί από το γεμιστή του.
Ηταν 11 η ώρα και το κανονίδι που είχε αρχίσει από τις 7 συνεχιζόταν αδιάκοπα. Αλλες φορές ήταν σφοδρότατο και άλλες μέτριο, όμως ακατάπαυστο.
Το χάραμα της 14ης Αυγούστου δυο ομάδες της Μοίρας διατάχθηκαν να μετακινηθούν προς τον οδικό άξονα που συνέδεε τη Λευκωσία με τη Λεμεσό και να καλύψουν την περιοχή με τα αντιαρματικά ΠΑΟ των 90 χιλιοστών. Η κάθε ομάδα είχε τρία από αυτά τα ΠΑΟ και δυο οπλοπολυβόλα, που βέβαια δεν αποτελούσαν ισχυρή άμυνα για την τουρκική προέλαση αλλά ήταν κάτι καλύτερο από το τίποτα.
Λίγο έξω από τη Λευκωσία οι ομάδες χωρίστηκαν και ανέλαβαν να επιτηρούν δυο διαφορετικά σημεία του δρόμου και των λόφων που δέσποζαν στην περιοχή. Η ομάδα του ανθυπολοχαγού Κοεμτζόγλου αναπτύχθηκε στην περιοχή της σχολής Γρηγορίου τη στιγμή που η ανταλλαγή πυρών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών δυνάμεων είχε ενταθεί. Αμέσως ο ανθυπολοχαγός εγκατέστησε τον ασύρματο της ομάδας του κοντά στο κτίριο που στεγαζόταν η αντιπροσωπεία αυτοκίνητων FORD και διέταξε τους άντρες του να λάβουν θέσεις μάχης.
Η περιοχή βομβαρδιζόταν από τους Τούρκους με πυροβολικό και όλμους των 4,2 χιλιοστών όταν οι καταδρομείς άρχισαν να καταλαμβάνουν τις θέσεις τους. Ενα βλήμα έσκασε στο σημείο του ασύρματου τραυματίζοντας τον καταδρομέα Φωτιάδη, έναν αξιωματικό της ΕΛ.Δ.Υ.Κ και δύο πολίτες που είχαν κάποια δημοσιογραφική ιδιότητα και είχαν πλησιάσει στους Ελληνες μαχητές για να δουν από κοντά τη δράση τους. Ο ασύρματος της ομάδας καταστράφηκε και η ομάδα έμεινε δίχως τη δυνατότητα επικοινωνίας με το λόχο και τη Μοίρα της.
Ο καταδρομέας Μπικάκης και ο συνάδελφος και συμπατριώτης του Μπιχινάκης αποτελούσαν το δίδυμο του ΠΑΟ που τους είχαν αναθέσει την επιτήρηση του ανώνυμου λόφου, αριστερά της FORD, που χάρη των επιχειρήσεων του έδωσαν το όνομα ΛΟΦΟΣ Β και έτρεχαν προς τα εκεί όταν έσκασε ο όλμος που κατέστρεψε τον ασύρματο.
Τα βλήματα των όλμων και των πυροβόλων αλλά και οι ριπές των πολυβόλων που όργωναν την περιοχή δεν τους άφησαν κανένα περιθώριο για διαφορετική δράση, πλην της διαταγής που είχαν να οχυρωθούν στο συγκεκριμένο σημείο του λόφου Β’.
Εφτιαξαν ένα πρόχειρο όρυγμα με πέτρες και ο Μπιχινάκης ανέλαβε να κουβαλήσει τα κιβώτια με τα βλήματα (κεφαλές Μ-371-Ε1) που δεν ήταν περισσότερα από οχτώ. Δηλαδή το ΠΑΟ τους θα μπορούσε να πυροβολήσει μόνο οχτώ φορές και αν προλάβαινε. Τα τοποθετούσε στην εσοχή ενός βράχου, για προστατευτικούς λόγους, ενώ ο πυροβολητής παρατηρούσε το γύρω χώρο που δεν τον ικανοποιούσε, αφού το πεδίο βολής του ήταν περιορισμένο.
Προχώρησε λίγο παρακάτω, από τη θέση που του είχαν υποδείξει, για να διαπιστώσει ότι στη νέα θέση είχε καλύτερη οπτική επαφή με το γύρω χώρο και αν χρειαζόταν θα είχε καλύτερα τα αποτελέσματα στις βολές του.
Ο Μπικάκης έμεινε με την εντύπωση ότι ο συνάδελφός του Μπιχινάκης τον είχε δει που μετακινήθηκε και άρχισε να οργανώνεται στη νεά του θέση που αν μη τι άλλο του έδινε σαφώς μεγαλύτερα πλεονεκτήματα.
Οι ριπές των εχθρικών πολυβόλων είχαν γίνει εντονότερες και χρειάστηκε να καλυφθεί για να προστατέψει τόσο τον εαυτό του όσο και το πολύτιμο φορητό πολυβόλο του.
Ο Μπιχινάκης μόλις τελείωσε με τη μεταφορά των βλημάτων άρχισε να ψάχνει για το συνάδελφό του. Τον φώναξε δίχως να πάρει απάντηση. Μπουσουλώντας για να προστατευεί από τις ριπές των πολυβόλων των έψαξε δεξιά και αριστερά αλλά ούτε ίχνος από αυτόν. Ηταν τόσο πολύ απορροφημένος με τη μεταφορά των πυρομαχικών που δεν είχε δει αν ο συνάδελφός του είχε σκοτωθεί και πού είχε πέσει. Συνέχισε να ψάχνει για το πτώμα του Μπικάκη αλλά τίποτα. Γύρω του γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις εκρήξεις των βλημάτων.
... “Ρε Μπικάκη. Πού είσαι διάολε να σε πάρει”. Ξαπλωμένος ανάσκελα έκανε τα χέρια του χωνί και τον φώναζε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του.
Αλλά και πάλι τίποτα. “Χάθηκε μωρέ το κοπέλι”, σκέφτηκε με πόνο. “Και εγώ είμαι εντελώς μόνος και σχεδόν άοπλος”.
Σκέφτηκε ότι η μοναδική λύση που είχε ήταν να γυρίσει πίσω και να αναφέρει στον αξιωματικό του την απώλεια του Μπικάκη και να του ζητήσει άλλη μάχιμη θέση, και αυτό έκανε.
Ο καταδρομέας Μπικάκης όμως ζούσε. Aπό τη νέα του θέση παρατηρούσε με τη διόπτρα του ΠΑΟ τους απόμακρους εχθρικούς στόχους και είχε ξεχαστεί τόσο, που δεν κατάλαβε ούτε πώς πέρασε η ώρα ούτε ότι είχε αποκοπεί από το γεμιστή του.
Ηταν 11 η ώρα και το κανονίδι που είχε αρχίσει από τις 7 συνεχιζόταν αδιάκοπα. Αλλες φορές ήταν σφοδρότατο και άλλες μέτριο, όμως ακατάπαυστο.
Εβγαλε το
παγούρι από τη ζώνη του και τράβηξε μια γουλιά νερό. Και τότε συνειδητοποίησε
ότι ο Μπιχινάκης δεν ήταν κοντά του. Ανησύχησε. Αρχισε να τον φωνάζει αλλά το
κροτάλισμα των πολυβόλων και οι εκρήξεις δεν τον άφηναν να ακούσει ούτε τη δική
του φωνή. Γύρισε τη διόπτρα προς το μέρος που τον είχε δει για τελευταία φορά
και το μόνο που είδε ήταν οι κιτρινισμένοι ξερόθαμνοι και τα βράχια.
Λυπήθηκε.
... “Πάει το κακορίζικο το Μπινιχάκη. Μου το έφαγε η τουρκιά”, μονολόγησε αφού ήταν βέβαιος ότι ο συνάδελφός του δε θα μπορούσε να έχει γλιτώσει από τόσες σφαίρες που έπεφταν ολόγυρα. “Γιατί αν ζούσε θα μου είχε απαντήσει ή θα τον είχα κόψει με τη διόπτρα”.
Ομως το χειρότερο ήταν ότι ήταν ΜΟΝΟΣ.
“Εδώ είναι το ΠΑΟ συλλογίστηκε, εδώ είναι τα βλήματα και εδώ μου είπαν να μείνω. Ε μωρέ επαέ θα κάτσω”, φώναξε τόσο που να ακούσει τη φωνή του και στη στιγμή άρχισε να οργανώνει την άμυνά του.
Σύρθηκε προς το μέρος που έπρεπε να ήταν τα κιβώτια με τα βλήματα και τα βρήκε δίχως όμως να βρει το σώμα του χαμένου συντρόφου του.
Με το μαχαίρι του έκοψε τα τσίγκινα τσέρκια που ήταν δεμένα τα κιβώτια και βγάζοντας τα βλήματα άρχισε να τα μεταφέρει σε απόσταση το ένα από το άλλο σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο 90 μοιρών. Και σαν τελείωσε, με τη διασπορά των βλημάτων, πήρε δύο από αυτά παραμάσχαλα και γύρισε στη θέση που είχε αφήσει το ΠΑΟ.
Ηταν έτοιμος. Είχε κάνει όπως τον είχε μάθει ο υπολοχαγός Μπένος που ήταν ο εκπαιδευτής του.
Η ώρα περνούσε και το κανονίδι σταμάτησε γύρω στις 3 και μισή το μεσημέρι, όμως η ζέστη έγινε περισσότερο ανυπόφορη. Το χώμα έβραζε και εκείνος κολυμπούσε στον ιδρώτα του αλλά δεν κουνιόταν από τη θέση του.
“Μη φοβηθείς μωρέ τη βροχή και το λιοπύρι, αλλά να τα αγαπάς. Μη φοβηθείς μωρέ τον άνεμο, γιατί αυτός είναι το χάδι του Θεού. Την αγρύπνια και το αστροπελέκι να φοβηθείς, γιατί αυτά τα δύο δεν ξέρεις πότε θα σε βρουν. Ωρα καλή γιε μου”.
Μωρέ είχε δίκιο ο κύρης του που τον ορμήνευε σαν εκείνος έφευγε για να υπηρετήσει την πατρίδα. Και αμέσως μετά η σκέψη του πήγε στα δροσερά μάγουλα του Λενιού, της κοπελιάς που τον περίμενε πίσω στην Κρήτη.
... “Ε μωρέ εδώ είμαστε”, φώναξε μαλώνοντας τον εαυτό του που ξέφυγε από το χώρο και το χρόνο πηγαίνοντας εκεί που λαχταρούσε η νεανική καρδιά του.
Πρώτα άκουσε το ανατριχιαστικό στρίγκλισμα των ερπυστριών του άρματος και μετά το θόρυβο του κινητήρα. Ηρεμα τράβηξε κοντά του το ΠΑΟ και αφού τοποθέτησε το βλήμα, το έφερε στον ώμο του ακουμπώντας το μάγουλο πάνω στο καυτό από τον ήλιο σίδερο και το μάτι στη διόπτρα. Ο αυγουστιάτικος ήλιος χτυπούσε άνθρωπο και σίδερο αλύπητα. Το πρόσωπό του καιγόταν και ο ιδρώτας του δρόσιζε το όπλο που εκείνη τη στιγμή το αγαπούσε όπως η μάνα το παιδί της.
... “Εσύ με καις μωρέ αλλά εγώ σε δροσίζω”, είπε στο όπλο και το έσφιξε ακόμη περισσότερο επάνω του.
Ο κυνηγός αρμάτων παραμόνευε το άρμα σαν τότε που παιδόπουλο παραμόνευε το λαγό. Μόνο που απέναντι δεν ερχόταν λαγός αλλά άρμα μάχης. Και όχι ένα αλλά έξι Μ-48-Α2 που ήταν τα ισχυρότερα της αμερικανικής παραγωγής και η αιχμή του δόρατος των δυνάμεων του Αττίλα.
... “Τώρα τη βάψαμε”, είπε διασκεδάζοντας με τον εαυτό του.
Τα έξι τουρκικά άρματα πλησίαζαν προς το μέρος του αραιωμένα κινούμενα σε σχηματισμό αναγνώρισης, ενώ πίσω τους ακολουθούσε ένα ολόκληρο τάγμα τουρκικού πεζικού. Δηλαδή 700 άντρες άρτια εξοπλισμένοι.
Ο καταδρομέας Μπικάκης περίμενε. Χαλάρωσε και η ανάσα του έγινε ήρεμη. Περίμενε με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή και πήρε δυο-τρεις αναπνοές πριν διαλέξει το στόχο του.
Στα 300 μέτρα απόσταση εγκλώβισε το πρώτο άρμα και το παρακολουθούσε, καθώς εκείνο συνέχιζε αμέριμνο την πορεία του. Απόσταση 270 μέτρα μονολόγησε ο κυνηγός. Κράτησε την αναπνοή του και άρχισε να πιέζει τη σκανδάλη μαλακά και προοδευτικά.
Το ΠΑΟ έβγαλε ένα βρυχηθμό σαν ανήμερο θηρίο και το βλήμα (κεφαλή Μ-371-Ε1) κίνησε για να συναντήσει το στόχο του.
Το πρώτο τουρκικό άρμα δέχτηκε το βλήμα σε καίριο σημείο και αχρηστεύτηκε, ενώ δύο από τους άντρες του πληρώματος το εγκατέλειψαν τρέχοντας προς το τάγμα που ακολουθούσε.
Ο Μπικάκης έρποντας άλλαξε θέση, ενώ ταυτόχρονα όπλισε το ΠΑΟ με νέο βλήμα. Τα πέντε τουρκικά άρματα σταμάτησαν και άρχισαν να περιστρέφουν τους πύργους τους προσπαθώντας να εντοπίσουν τον απρόσμενο εχθρό. Η απόστασή τους από τον κυνηγό δεν ήταν μεγαλύτερη από 250 μέτρα αλλά αυτοί δεν το ήξεραν.
Ο κυνηγός διάλεξε το δεύτερο στόχο του και ψύχραιμα έστειλε το δεύτερο βλήμα προς το άρμα που το βρήκε σε τέτοιο σημεό ώστε αυτό να εκραγεί τυλίγοντας τα υπολείμματά του σε έναν πύρινο κύκλο. Ψυχή δε γλίτωσε.
Ο Μπικάκης έρπει ξανά προς τη νέα του θέση, εκεί δηλαδή που είχε αφήσει τα άλλα βλήματα-κεφαλές, ενώ ταυτόχρονα ελέγχει το ΠΑΟ για να δει σε ποιά κατάσταση βρίσκεται. “Θαλάμη καθαρή”, μονολόγησε καθώς όπλισε για τρίτη φορά.
Τα τέσσερα άρματα κίνησαν ξανά αλλάζοντας θέσεις προσπαθώντας συγχρόνως να εντοπίσουν τον κυνηγό, ενώ πίσω τους το τάγμα πεζικού σταμάτησε την προέλασή του. Ο Μπικάκης καταλαβαίνει ότι η θέση του είναι δύσκολη, αφού τα μεμέτια άρχισαν να αναπτύσσουν ταχύτητα ανεβαίνοντας τους λόφους δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας για τη θέση του. Κάποια στιγμή το τρίτο άρμα έκανε το σφάλμα να γυρίσει προς το μέρος του κυνηγού και να τον πλησιάσει.
Εκείνος παρατήρησε ότι τα άλλα είχαν στρέψει την προσοχή-έρευνά τους προς την αντίθετη κατεύθυνση και δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ο τρίτος στόχος διαλύθηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Ο κυνηγός άλλαξε ξανά θέση πλησιάζοντας προς το μέρος του τέταρτου άρματος που κατηφορίζοντας από το λόφο και προσπαθώντας να μπει στο δρόμο, ελάττωσε ταχύτητα. Αυτό ήταν. Το τέταρτο βλήμα είχε την ίδια τύχη με τα προηγούμενα και από το άρμα αυτό δεν υπήρξε ούτε ένας ζωντανός.
Οι Τούρκοι τα χρειάστηκαν και άρχισαν να κινούνται ανορθόδοξα. Το πέμπτο άρμα κρύφτηκε πίσω από τα κτίρια της σχολής Γρηγορίου, ενώ το έκτο έκανε κάλυψη του σκάφους περιοριζόμενο στην παρατήρηση μήπως και εντοπίσει τον κυνηγό που τους είχε σακατέψει.
Το σκηνικό του αίματος σταμάτησε για κάμποση ώρα.
Ο Μπικάκης, που είχε πλησιάσει από προηγουμένως τη σχολη Γρηγορίου, έμεινε ακίνητος έχοντας οπλισμένο το ΠΑΟ και κρατώντας την ανάσα του. Ηξερε ότι η παραμικρή λαθεμένη κίνησή του ίσως μαρτυρούσε τη θέση του και αυτό θα σήμαινε το θάνατό του. Η ώρα περνούσε και ο Τούρκος αρχηγός των εναπομεινάντων αρμάτων δεν έλεγε να κινηθεί έως τη στιγμή που το άρμα που ήταν πίσω από τη σχολή έκανε τη μοιραία κίνηση και βγήκε από το απυρόβλητο του κτιρίου. Αυτό περίμενε και ο Μπικάκης για να του στείλει το πέμπτο βλήμα και να το κάνει να χαθεί μέσα στις φλόγες που ακολούθησαν από την έκρηξή του.
Το έκτο και τελευταίο άρμα, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον παλαβό κυνηγό που είχε μπλέξει, έβαλε ξανά μπροστά τη μηχανή και κάνοντας όπισθεν προσπάθησε να απομακρυνθεί.
Είχε φτάσει στα 700 μέτρα μακριά από τον κυνηγό όταν εκείνος του έριξε το έκτο βλήμα. Ο Μπικάκης δεν ήταν μόνο άριστος σκοπευτής, δεν ήταν μόνο ένας λεβέντης Κρητικόκς γεννημένος για καταδρομέας, ήταν και διαολεμένα τυχερός αφού το έκτο βλήμα βρήκε το στόχο του καταστρέφοντας και το τελευταίο από τα θηρία του πολέμου.
Στη διόπτρα του ΠΑΟ δε φαινόταν πλέον καμία κίνηση αρμάτων παρά μόνο οι Τούρκοι πεζικάριοι που έτρεξαν να καλυφθούν πίσω από το κτίριο της σχολής Γρηγορίου. Του είχαν απομείνει άλλα δύο βλήματα και σαν να ήταν ο θριαμβευτής της αρένας όπλισε ξανά και με την ησυχία του έριξε το πρώτο στο δεύτερο όροφο του κτιρίου και το τελευταίο στο ισόγειο. Και τα δύο βλήματα πέρασαν μέσα από τα παράθυρα και έσκασαν στο εσωτερικό του οικοδομήματος.
Το πόσους νεκρούς και τραυματίες μέτρησε η τουρκική επιμελητεία αυτό δεν το έμαθε ποτέ του ο κομάντο Μπικάκης που παρέμεινε στη θέση του για άλλες 4 ημέρες χειριζόμενος ένα πολυβόλο που βρήκε ριγμένο κάπου κοντά στο λόφο Β. Και με αυτό το πολυβόλο έκανε καλή δουλειά.
Στο λόχο τον είχαν ξεγράψει. Τον είχαν θεωρήσει νεκρό και μέσα στην αναταραχή των γεγονότων δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιός είχε κάνει τόση μεγάλη ζημιά στα τουρκικά άρματα και σε ένα ολόκληρο τάγμα πεζικού.
Η πείνα τον έκανε να ξεμυτίσει και να κατέβει από το λόφο Β και μετά να πάει στο κτίριο της FORD απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Σε μια από τις τσέπες της φόρμας του βρήκε ένα κομμάτι χαρτί που του είχε δώσει ο ανθυπολοχαγός και που πάνω του είχε γράψει τον αριθμό τηλεφώνου της έδρας διοίκησης της Μοίρας. Εψαξε για τηλέφωνο αλλά αυτό που βρήκε ήταν ένας κερματοδέκτης που έπαιρνε κυπρέικα νομίσματα. “Ατυχία”, συλλογίστηκε και μπήκε μέσα στο κτίριο της FORD όπου ένας φύλακας τον άφησε να τηλεφωνήσει.
Στη χαρά και έκπληξη του διοικητή του εκείνος απάντησε με μια μόνο φράση: “Κύριε διοικητά πεινάω”. Ο καημένος ο Μπικάκης είχε να φάει τέσσερις ολόκληρες ημέρες.
Και ο διοικητής του έστειλε ένα αυτοκίνητο για να τον φέρει πίσω μαζί με δυο φρατζόλες ψωμί, κονσέρβες κλπ, και τον πρότεινε στην υπηρεσία για να του απονείμουν το χρυσό αριστείο αντρείας.
Η δράση της Α’ Μοίρας Καταδρομών δικαίωσε πλήρως τη θυσία των αεροπόρων (νεκρών και ζωντανών) αποδεικνύοντας την αδάμαστη ψυχή και τη γενναιότητα των Ελλήνων μαχητών, άσχετα με την ικανότητα των εφήμερων ηγετών τους.
Υπάρχουν, και υπήρξαν, πολλοί άγνωστοι Μπένοι και Μπικάκηδες. Αεροπόροι σαν τα δεκατρία πληρώματα της αποστολής “ΝΙΚΗ” και εκείνα της αποστολής “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ” που ακόμη περιμένουν την αναγνώριση της προσφοράς τους προς την ιερή ιδέα της ελληνικής πατρίδος.
... “Πάει το κακορίζικο το Μπινιχάκη. Μου το έφαγε η τουρκιά”, μονολόγησε αφού ήταν βέβαιος ότι ο συνάδελφός του δε θα μπορούσε να έχει γλιτώσει από τόσες σφαίρες που έπεφταν ολόγυρα. “Γιατί αν ζούσε θα μου είχε απαντήσει ή θα τον είχα κόψει με τη διόπτρα”.
Ομως το χειρότερο ήταν ότι ήταν ΜΟΝΟΣ.
“Εδώ είναι το ΠΑΟ συλλογίστηκε, εδώ είναι τα βλήματα και εδώ μου είπαν να μείνω. Ε μωρέ επαέ θα κάτσω”, φώναξε τόσο που να ακούσει τη φωνή του και στη στιγμή άρχισε να οργανώνει την άμυνά του.
Σύρθηκε προς το μέρος που έπρεπε να ήταν τα κιβώτια με τα βλήματα και τα βρήκε δίχως όμως να βρει το σώμα του χαμένου συντρόφου του.
Με το μαχαίρι του έκοψε τα τσίγκινα τσέρκια που ήταν δεμένα τα κιβώτια και βγάζοντας τα βλήματα άρχισε να τα μεταφέρει σε απόσταση το ένα από το άλλο σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο 90 μοιρών. Και σαν τελείωσε, με τη διασπορά των βλημάτων, πήρε δύο από αυτά παραμάσχαλα και γύρισε στη θέση που είχε αφήσει το ΠΑΟ.
Ηταν έτοιμος. Είχε κάνει όπως τον είχε μάθει ο υπολοχαγός Μπένος που ήταν ο εκπαιδευτής του.
Η ώρα περνούσε και το κανονίδι σταμάτησε γύρω στις 3 και μισή το μεσημέρι, όμως η ζέστη έγινε περισσότερο ανυπόφορη. Το χώμα έβραζε και εκείνος κολυμπούσε στον ιδρώτα του αλλά δεν κουνιόταν από τη θέση του.
“Μη φοβηθείς μωρέ τη βροχή και το λιοπύρι, αλλά να τα αγαπάς. Μη φοβηθείς μωρέ τον άνεμο, γιατί αυτός είναι το χάδι του Θεού. Την αγρύπνια και το αστροπελέκι να φοβηθείς, γιατί αυτά τα δύο δεν ξέρεις πότε θα σε βρουν. Ωρα καλή γιε μου”.
Μωρέ είχε δίκιο ο κύρης του που τον ορμήνευε σαν εκείνος έφευγε για να υπηρετήσει την πατρίδα. Και αμέσως μετά η σκέψη του πήγε στα δροσερά μάγουλα του Λενιού, της κοπελιάς που τον περίμενε πίσω στην Κρήτη.
... “Ε μωρέ εδώ είμαστε”, φώναξε μαλώνοντας τον εαυτό του που ξέφυγε από το χώρο και το χρόνο πηγαίνοντας εκεί που λαχταρούσε η νεανική καρδιά του.
Πρώτα άκουσε το ανατριχιαστικό στρίγκλισμα των ερπυστριών του άρματος και μετά το θόρυβο του κινητήρα. Ηρεμα τράβηξε κοντά του το ΠΑΟ και αφού τοποθέτησε το βλήμα, το έφερε στον ώμο του ακουμπώντας το μάγουλο πάνω στο καυτό από τον ήλιο σίδερο και το μάτι στη διόπτρα. Ο αυγουστιάτικος ήλιος χτυπούσε άνθρωπο και σίδερο αλύπητα. Το πρόσωπό του καιγόταν και ο ιδρώτας του δρόσιζε το όπλο που εκείνη τη στιγμή το αγαπούσε όπως η μάνα το παιδί της.
... “Εσύ με καις μωρέ αλλά εγώ σε δροσίζω”, είπε στο όπλο και το έσφιξε ακόμη περισσότερο επάνω του.
Ο κυνηγός αρμάτων παραμόνευε το άρμα σαν τότε που παιδόπουλο παραμόνευε το λαγό. Μόνο που απέναντι δεν ερχόταν λαγός αλλά άρμα μάχης. Και όχι ένα αλλά έξι Μ-48-Α2 που ήταν τα ισχυρότερα της αμερικανικής παραγωγής και η αιχμή του δόρατος των δυνάμεων του Αττίλα.
... “Τώρα τη βάψαμε”, είπε διασκεδάζοντας με τον εαυτό του.
Τα έξι τουρκικά άρματα πλησίαζαν προς το μέρος του αραιωμένα κινούμενα σε σχηματισμό αναγνώρισης, ενώ πίσω τους ακολουθούσε ένα ολόκληρο τάγμα τουρκικού πεζικού. Δηλαδή 700 άντρες άρτια εξοπλισμένοι.
Ο καταδρομέας Μπικάκης περίμενε. Χαλάρωσε και η ανάσα του έγινε ήρεμη. Περίμενε με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή και πήρε δυο-τρεις αναπνοές πριν διαλέξει το στόχο του.
Στα 300 μέτρα απόσταση εγκλώβισε το πρώτο άρμα και το παρακολουθούσε, καθώς εκείνο συνέχιζε αμέριμνο την πορεία του. Απόσταση 270 μέτρα μονολόγησε ο κυνηγός. Κράτησε την αναπνοή του και άρχισε να πιέζει τη σκανδάλη μαλακά και προοδευτικά.
Το ΠΑΟ έβγαλε ένα βρυχηθμό σαν ανήμερο θηρίο και το βλήμα (κεφαλή Μ-371-Ε1) κίνησε για να συναντήσει το στόχο του.
Το πρώτο τουρκικό άρμα δέχτηκε το βλήμα σε καίριο σημείο και αχρηστεύτηκε, ενώ δύο από τους άντρες του πληρώματος το εγκατέλειψαν τρέχοντας προς το τάγμα που ακολουθούσε.
Ο Μπικάκης έρποντας άλλαξε θέση, ενώ ταυτόχρονα όπλισε το ΠΑΟ με νέο βλήμα. Τα πέντε τουρκικά άρματα σταμάτησαν και άρχισαν να περιστρέφουν τους πύργους τους προσπαθώντας να εντοπίσουν τον απρόσμενο εχθρό. Η απόστασή τους από τον κυνηγό δεν ήταν μεγαλύτερη από 250 μέτρα αλλά αυτοί δεν το ήξεραν.
Ο κυνηγός διάλεξε το δεύτερο στόχο του και ψύχραιμα έστειλε το δεύτερο βλήμα προς το άρμα που το βρήκε σε τέτοιο σημεό ώστε αυτό να εκραγεί τυλίγοντας τα υπολείμματά του σε έναν πύρινο κύκλο. Ψυχή δε γλίτωσε.
Ο Μπικάκης έρπει ξανά προς τη νέα του θέση, εκεί δηλαδή που είχε αφήσει τα άλλα βλήματα-κεφαλές, ενώ ταυτόχρονα ελέγχει το ΠΑΟ για να δει σε ποιά κατάσταση βρίσκεται. “Θαλάμη καθαρή”, μονολόγησε καθώς όπλισε για τρίτη φορά.
Τα τέσσερα άρματα κίνησαν ξανά αλλάζοντας θέσεις προσπαθώντας συγχρόνως να εντοπίσουν τον κυνηγό, ενώ πίσω τους το τάγμα πεζικού σταμάτησε την προέλασή του. Ο Μπικάκης καταλαβαίνει ότι η θέση του είναι δύσκολη, αφού τα μεμέτια άρχισαν να αναπτύσσουν ταχύτητα ανεβαίνοντας τους λόφους δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας για τη θέση του. Κάποια στιγμή το τρίτο άρμα έκανε το σφάλμα να γυρίσει προς το μέρος του κυνηγού και να τον πλησιάσει.
Εκείνος παρατήρησε ότι τα άλλα είχαν στρέψει την προσοχή-έρευνά τους προς την αντίθετη κατεύθυνση και δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ο τρίτος στόχος διαλύθηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Ο κυνηγός άλλαξε ξανά θέση πλησιάζοντας προς το μέρος του τέταρτου άρματος που κατηφορίζοντας από το λόφο και προσπαθώντας να μπει στο δρόμο, ελάττωσε ταχύτητα. Αυτό ήταν. Το τέταρτο βλήμα είχε την ίδια τύχη με τα προηγούμενα και από το άρμα αυτό δεν υπήρξε ούτε ένας ζωντανός.
Οι Τούρκοι τα χρειάστηκαν και άρχισαν να κινούνται ανορθόδοξα. Το πέμπτο άρμα κρύφτηκε πίσω από τα κτίρια της σχολής Γρηγορίου, ενώ το έκτο έκανε κάλυψη του σκάφους περιοριζόμενο στην παρατήρηση μήπως και εντοπίσει τον κυνηγό που τους είχε σακατέψει.
Το σκηνικό του αίματος σταμάτησε για κάμποση ώρα.
Ο Μπικάκης, που είχε πλησιάσει από προηγουμένως τη σχολη Γρηγορίου, έμεινε ακίνητος έχοντας οπλισμένο το ΠΑΟ και κρατώντας την ανάσα του. Ηξερε ότι η παραμικρή λαθεμένη κίνησή του ίσως μαρτυρούσε τη θέση του και αυτό θα σήμαινε το θάνατό του. Η ώρα περνούσε και ο Τούρκος αρχηγός των εναπομεινάντων αρμάτων δεν έλεγε να κινηθεί έως τη στιγμή που το άρμα που ήταν πίσω από τη σχολή έκανε τη μοιραία κίνηση και βγήκε από το απυρόβλητο του κτιρίου. Αυτό περίμενε και ο Μπικάκης για να του στείλει το πέμπτο βλήμα και να το κάνει να χαθεί μέσα στις φλόγες που ακολούθησαν από την έκρηξή του.
Το έκτο και τελευταίο άρμα, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον παλαβό κυνηγό που είχε μπλέξει, έβαλε ξανά μπροστά τη μηχανή και κάνοντας όπισθεν προσπάθησε να απομακρυνθεί.
Είχε φτάσει στα 700 μέτρα μακριά από τον κυνηγό όταν εκείνος του έριξε το έκτο βλήμα. Ο Μπικάκης δεν ήταν μόνο άριστος σκοπευτής, δεν ήταν μόνο ένας λεβέντης Κρητικόκς γεννημένος για καταδρομέας, ήταν και διαολεμένα τυχερός αφού το έκτο βλήμα βρήκε το στόχο του καταστρέφοντας και το τελευταίο από τα θηρία του πολέμου.
Στη διόπτρα του ΠΑΟ δε φαινόταν πλέον καμία κίνηση αρμάτων παρά μόνο οι Τούρκοι πεζικάριοι που έτρεξαν να καλυφθούν πίσω από το κτίριο της σχολής Γρηγορίου. Του είχαν απομείνει άλλα δύο βλήματα και σαν να ήταν ο θριαμβευτής της αρένας όπλισε ξανά και με την ησυχία του έριξε το πρώτο στο δεύτερο όροφο του κτιρίου και το τελευταίο στο ισόγειο. Και τα δύο βλήματα πέρασαν μέσα από τα παράθυρα και έσκασαν στο εσωτερικό του οικοδομήματος.
Το πόσους νεκρούς και τραυματίες μέτρησε η τουρκική επιμελητεία αυτό δεν το έμαθε ποτέ του ο κομάντο Μπικάκης που παρέμεινε στη θέση του για άλλες 4 ημέρες χειριζόμενος ένα πολυβόλο που βρήκε ριγμένο κάπου κοντά στο λόφο Β. Και με αυτό το πολυβόλο έκανε καλή δουλειά.
Στο λόχο τον είχαν ξεγράψει. Τον είχαν θεωρήσει νεκρό και μέσα στην αναταραχή των γεγονότων δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιός είχε κάνει τόση μεγάλη ζημιά στα τουρκικά άρματα και σε ένα ολόκληρο τάγμα πεζικού.
Η πείνα τον έκανε να ξεμυτίσει και να κατέβει από το λόφο Β και μετά να πάει στο κτίριο της FORD απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Σε μια από τις τσέπες της φόρμας του βρήκε ένα κομμάτι χαρτί που του είχε δώσει ο ανθυπολοχαγός και που πάνω του είχε γράψει τον αριθμό τηλεφώνου της έδρας διοίκησης της Μοίρας. Εψαξε για τηλέφωνο αλλά αυτό που βρήκε ήταν ένας κερματοδέκτης που έπαιρνε κυπρέικα νομίσματα. “Ατυχία”, συλλογίστηκε και μπήκε μέσα στο κτίριο της FORD όπου ένας φύλακας τον άφησε να τηλεφωνήσει.
Στη χαρά και έκπληξη του διοικητή του εκείνος απάντησε με μια μόνο φράση: “Κύριε διοικητά πεινάω”. Ο καημένος ο Μπικάκης είχε να φάει τέσσερις ολόκληρες ημέρες.
Και ο διοικητής του έστειλε ένα αυτοκίνητο για να τον φέρει πίσω μαζί με δυο φρατζόλες ψωμί, κονσέρβες κλπ, και τον πρότεινε στην υπηρεσία για να του απονείμουν το χρυσό αριστείο αντρείας.
Η δράση της Α’ Μοίρας Καταδρομών δικαίωσε πλήρως τη θυσία των αεροπόρων (νεκρών και ζωντανών) αποδεικνύοντας την αδάμαστη ψυχή και τη γενναιότητα των Ελλήνων μαχητών, άσχετα με την ικανότητα των εφήμερων ηγετών τους.
Υπάρχουν, και υπήρξαν, πολλοί άγνωστοι Μπένοι και Μπικάκηδες. Αεροπόροι σαν τα δεκατρία πληρώματα της αποστολής “ΝΙΚΗ” και εκείνα της αποστολής “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ” που ακόμη περιμένουν την αναγνώριση της προσφοράς τους προς την ιερή ιδέα της ελληνικής πατρίδος.
σχόλιο
κοινού παρανομαστή :
Μπορεί οι
εντεταλμένες προδοτικές κυβερνήσεις να αναγνωρίζουν ως γιαλαντζί ήρωες κάτι
θαυμαστές του Χότζα που τους λένε Γκλέζους και που στρέψανε τα όπλα εναντίον της
Ελλάδας ,εμείς όμως είμαστε εδώ και τιμούμε τους αληθινούς ήρωες σαν τον Μπικάκη
.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου